- ἐνλαξεύω
- ἐνλαξευω,A carve in or on, [tense] pf. [voice] Pass.
ἐνλελάξευνται AP3.9
Arg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνλελάξευνται AP3.9
Arg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενλαξεύω — (Α ἐνλαξεύω) λαξεύω, εγγλύφω κάπου ή μέσα σε κάτι, χαράσσω μέσα ή πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek